γοώ — γοῶ ( άω) (Α) θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι γόος και γοώ ανάγονται σε IE *gŏu / *gou∂ «φωνάζω, κραυγάζω». Το ρ. γοώ εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με ρήματα τού τύπου βοώ «καλώ κάποιον φωνάζοντας», μυκώμαι «μουγκρίζω». Η σημασία τού ελλ. τ. δεν συμπίπτει… … Dictionary of Greek
γόω — γόος weeping masc nom/voc/acc dual γόος weeping masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόῳ — γόος weeping masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γόωι — γόῳ , γόος weeping masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
ῥιγόω — ῥῑγόω , ῥιγόω to be cold pres subj act 1st sg (epic) ῥῑγόω , ῥιγόω to be cold pres ind act 1st sg (epic) ῥῑγόω , ῥιγόω to be cold pres ind act (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αινόγοος — αἰνόγοος, ον (Α) αυτός που τόν θρήνησαν φοβερά, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + γοος < γοῶ] … Dictionary of Greek
γοήτις — γοῆτις, η (Α) [γοώ] αυτή που μαγεύει («γοῆτις μορφή») … Dictionary of Greek
γοητής — γοητής, ο, δωρ. τ. γοατάς, ο (Α) [γοώ] θρηνώδης … Dictionary of Greek
γόης — και γόητας, ο (θηλ. γόησσα, η) (AM γόης, ο) [γοώ] μάγος, θαυματοποιός («γόης φιδιών», «μάγος και γόης») νεοελλ. αυτός που σαγηνεύει με την ομορφιά του αρχ. απατεώνας … Dictionary of Greek